- σπονδυλαρθρίτιδα
- η, Ν1. ιατρ. ρευματική φλεγμονή τών σπονδύλων2. φρ. «αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα»ιατρ. χρόνια φλεγμονώδης πάθηση των μικρών αρθρώσεων και τών συνδέσμων τής σπονδυλικής στήλης, καθώς και τών παρακείμενων αρθρώσεων, που υφίστανται προοδευτική αγκύλωση, η οποία αντιμετωπίζεται με χρήση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόνδυλος + αρθρίτιδα].
Dictionary of Greek. 2013.